- γάλλιο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ga, που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 31 και δύο σταθερά ισότοπα. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, αλλά πάντοτε σε εξαιρετικά μικρές ποσότητες. Περιέχεται σε πολλά ορυκτά αργιλίου, ψευδαργύρου, σιδήρου, μαγγανίου και στην άργιλο. Το ανακάλυψε ο Λεκόκ ντε Μπουαμποτράν, στα τέλη του 19ου αι., σε μερικά ορυκτά των γαλλικών Πυρηναίων. Εξάγεται από τον ορυκτό σφαλερίτη και από τον γερμανίτη με μεθόδους πολύ επίπονες. Είναι μέταλλο με χρώμα γκριζογάλανο, ειδικού βάρους 5,9, λιώνει στους 29,78°C, προσβάλλεται εύκολα από τα οξέα και τις βάσεις και είναι ευπρόσβλητο από το άνυδρο οξυγόνο, ακόμα και σε υψηλές θερμοκρασίες. Συμπεριφέρεται γενικά ως τρισθενές (γάλλιο-ενώσεις), αν και υπάρχει κάποια ένωση του γ. δισθενής (υπογάλλιο-ενώσεις). Δίνει οργανομεταλλικές ενώσεις, όπως για παράδειγμα το γαλλιοτριμεθύλιο, Ga(CH3)3. Το στοιχείο αυτό χρησιμοποιείται στην κατασκευή θερμομέτρων, ηλεκτρικών λυχνιών ασφαλείας, ηλεκτρονικών σωλήνων και σε κράματα με διάφορα μέταλλα. Ένα κράμα του γ. με κασσίτερο και βισμούθιο (μέταλλο Βίγκα) εφαρμόζεται στην οδοντιατρική, αντί των αμαλγαμάτων, επειδή δεν είναι δηλητηριώδες. Χώρες παραγωγής γ. είναι η Γερμανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ.
Dictionary of Greek. 2013.